Ανάβω ένα τσιγάρο απ’τα απαγορευμένα. Το καπνίζω, και
μέσα στον καπνό του χάνομαι. Μέσα στον καπνό του, βλέπω εσένα. Βρίσκω καταφ ύγιο στον καπνό, για να νιώσω και λίγο πως πάλι είμαι
κοντά σου. Για να με ξανανιώσεις δίπλα σου, στο πλευρό σου. Ανάβω κι άλλο ένα
τσιγάρο.
Δύο ώρες την βδομάδα το ραντεβο ύ μας. Κι
αυτό μπροστά από μια τηλεοραόη, που στα δύσκολα, γίνομαι θηρίο έτοιμο να την
κατασπαράξω. Εμείς που ήμασταν αχώριστοι. Εμείς που δεν μέναμε λεπτό μακριά ο
ένας απ’ τον άλλο. Εμείς που δίναμε ραντεβού καθημερινώς, σε γήπεδα, σε
κλειστά, σε συνδέσμους, σε οργανώσεις, σε συναυλίες, σε πλατείες και πορείες.
Κι αυτό το
μαρτύριο δεν λέει να τελειώσει. Όσο περνούν τα λεπτά,οι ώρες, οι μέρες , ο πόθος
μου για να βρεθώ και πάλι στο πλευρό σου
όλο και μεγαλώνει. Και στο κάτω κάτω δεν ζητώ πολλά. Ένα ραντεβού θέλω. Ένα
ραντεβού σαν εκείνα τα παλιά, που είχαμε εγώ κι εσύ κάθε μέρα. Που μόνο εγώ κι
εσύ ξέρουμε, και μπορούμε να καταλάβουμε.
Έκει που δεν βαστά άλλο η καρδιά, το μυαλό δεν βρίσκεται
πουθενά για να με λογικέψει. Καμιά εργασία, καμιά εξέταση, δεν είναι ικανή για
να με σταματήσει. Και κάπου εδώ, έρχεται επιτέλους η στιγμή της αντάμωσης.
Έρχεται η μέρα που θα ξυπνήσω σε μια γωνιά του fanclub, πάνω σε ένα κουρελιασμένο πανό,
που με μπόλικο μεράκι και κόπο, κάποιος άλλος ερωτευμένος μαζί σου είχε κάνει
σε μια στιγμή που δεν μπορούσε να σε βγάλει απ το μυαλό του. Έρχεται η μέρα που
θα σε δω από κοντά, να σου τραγουδήσω και εσύ να με μαγέψεις άλλη μια φορά, όπως μόνο εσύ ξέρεις.
Παρασυρμένος απ’το πάθος και την αγάπη μου για σένα,
νομίζω ότι όλα θα είναι όπως παλιά, και οι δρόμοι μας δεν θα ξαναχωρίσουν ποτέ.
Κάνεις δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε αυτή την αγάπη, σε αυτή την σχέση. Τίποτα δεν είναι άξιο για να με πάρει μακρία
από σένα.
Κάποτε όμως όλα τα ωραία φτάνουν στο τέλος του. Η
αναθεματισμένη μέρα του αποχωρισμού έρχεται ακόμα μια φορά, να με ξυπνήσει και
να με στείλει μακριά σου. Τίτλοι τέλους για τα καθημερινά μας ραντεβού. Η
μέρα της επιστροφής στην ξενιτιά έχει φτάσει, και η καρδιά μου
λέει να ραγίσει απ το μαράζι.
Τώρα που σμίξαμε ξανά, τώρα που σε έχω όπως σε είχα
παλιά, πρέπει να φύγω.
Η ξενιτιά με καλεί...Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο.
Το όνομα σου μουρμουρίζω με
μανία,
Στην αναθεματισμένη την Άγγλια,
Και ζητάει ένα ραντεβού,
Ο καμένος πλέον νους.
Τα αδικημένα παιδιά της ξενιτιάς.